ρομβοειδής

ρομβοειδής
-ές / ῥομβοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με ρόμβο, αυτός που έχει σχήμα ρόμβου
2. φρ. «ρομβοειδές σχήμα» — τετράπλευρο που έχει τις απέναντι μόνο πλευρές και γωνίες ίσες
3. φρ. «ρομβοειδές στερεό(ν)» — στερεό σχήμα που αποτελείται από δύο κώνους ενωμένους στη βάση τους, όπως είναι η σβούρα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρομβοειδές
μαθ. παραλληλόγραμμο τού οποίου οι προσκείμενες πλευρές είναι άνισες και οι γωνίες δεν είναι ορθές
2. φρ. α) «ρομβοειδές τετράπλευρο» (γεωδ.) το τετράπλευρο που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της γεωδαιτικής βάσης κατά την εκτέλεση αυτοτελούς τριγωνομετρικού δικτύου
β) «ρομβοειδής βόθρος»
ανατ. το πρόσθιο τοίχωμα τής τέταρτης κοιλίας τού εγκεφάλου
γ) «ρομβοειδής εγκέφαλος»
ανατ. το μέρος τού εγκεφάλου στο πίσω μέρος τού κρανίου, που αποτελείται από τη γέφυρα, την παρεγκεφαλίδα και τον προμήκη μυελό
δ) «ρομβοειδής μυς» — μυς τής οπίσθιας ραχιαίας επιφάνειας τού κορμού, πιο κάτω από τον τραπεζοειδή, που, όταν συστέλλεται, φέρει προς τα άνω και έσω την ωμοπλάτη
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Ῥομβοειδές
τοποθεσία στα Μέγαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥομβοειδής — rhombus shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρομβοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με ρόμβο· το ουδ. ως ουσ., ρομβοειδές (γεωμ.), κάθε μη ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, που δεν είναι ρόμβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥομβοειδῆ — ῥομβοειδής rhombus shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομβοειδεῖ — ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομβοειδεῖς — ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem acc pl ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομβοειδές — ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem voc sg ῥομβοειδής rhombus shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιγνυακός βόθρος — Ρομβοειδής κοιλότητα που σχηματίζεται στο γόνατο, στην πίσω επιφάνειά του. Από την κοιλότητα αυτή περνά η ιγνυακή αρτηρία (η οποία είναι συνέχεια της μηριαίας), η ιγνυακή φλέβα, το κνημιαίο καθώς και το κοινό περονιαίο νεύρο …   Dictionary of Greek

  • ῥομβοειδοῦς — ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομβοειδέας — ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομβοειδέσι — ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”